Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

judgment of conviction


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο conviction παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: judgment | of

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conviction n (law: finding defendant guilty)καταδίκη ουσ θηλ
 Randall's conviction shocked the community.
 Η καταδίκη του Ράνταλ σόκαρε την κοινότητα.
conviction n uncountable (sureness)βεβαιότητα, σιγουριά ουσ θηλ
  αποφασιστικότητα ουσ θηλ
 "I'm sure!" he exclaimed with conviction.
 «Είμαι σίγουρος!», αναφώνησε με βεβαιότητα.
conviction n often plural (belief) (συνήθως πληθυντικός)το πιστεύω άρθ ορ + ουσ ουδ
  πεποίθηση ουσ θηλ
 Despite the hardships in her life, Rose held to her convictions.
 Παρά τις δυσκολίες στη ζωή της, η Ρόουζ έμεινε πιστή στα πιστεύω της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
criminal conviction n (being found guilty of a crime)ποινική καταδίκη επίθ + ουσ θηλ
 Although he has been charged with crimes several times, none of these incidents has resulted in a criminal conviction.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση judgment of conviction στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «judgment of conviction».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!