WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| conviction n | (law: finding defendant guilty) | καταδίκη ουσ θηλ |
| | Randall's conviction shocked the community. |
| | Η καταδίκη του Ράνταλ σόκαρε την κοινότητα. |
| conviction n | uncountable (sureness) | βεβαιότητα, σιγουριά ουσ θηλ |
| | | αποφασιστικότητα ουσ θηλ |
| | "I'm sure!" he exclaimed with conviction. |
| | «Είμαι σίγουρος!», αναφώνησε με βεβαιότητα. |
| conviction n | often plural (belief) (συνήθως πληθυντικός) | το πιστεύω άρθ ορ + ουσ ουδ |
| | | πεποίθηση ουσ θηλ |
| | Despite the hardships in her life, Rose held to her convictions. |
| | Παρά τις δυσκολίες στη ζωή της, η Ρόουζ έμεινε πιστή στα πιστεύω της. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: